- εὐοψία
- εὐοψίᾱ , εὐοψίαabundance offem nom/voc/acc dualεὐοψίᾱ , εὐοψίαabundance offem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek
εὐοψίας — εὐοψίᾱς , εὐοψία abundance of fem acc pl εὐοψίᾱς , εὐοψία abundance of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοψίαν — εὐοψίᾱν , εὐοψία abundance of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψωνία — εὐοψωνία, ἡ (Α) εὐοψία (I)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψωνία «αγορά τροφίμων»] … Dictionary of Greek